νεοφασίστας

νεοφασίστας
ο, θηλ. νεοφασίστρια
ο οπαδός τού νεοφασισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. neofascist (< νε[ο]-* + φασίστας)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • νεοφασιστικός — ή, ό [νεοφασίστας] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νεοφασισμό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”